ενεστώτας get at
γ΄ ενικό ενεστώτα gets at
αόριστος got at
παθητική μετοχή got at, gotten at
ενεργητική μετοχή getting at

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get at < → δείτε τις λέξεις get και at

get at (en)

  1. ρίχνομαι, συνεχίζω να επικρίνω κάποιον
    ⮡  She got at me for being late.
    Μου ρίχτηκε επειδή άργησα.
  2. (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) πού το πας;
    ⮡  What are you getting at?
    Πού το πας;
     συνώνυμα: drive at