get at
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets at |
αόριστος | got at |
παθητική μετοχή | got at, gotten at |
ενεργητική μετοχή | getting at |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαget at (en)
- ρίχνομαι, συνεχίζω να επικρίνω κάποιον
- ⮡ She got at me for being late.
- Μου ρίχτηκε επειδή άργησα.
- ⮡ She got at me for being late.
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) πού το πας;
Πηγές
επεξεργασία- get at - Oxford Learner's Dictionaries
- get (idioms): what are you, was he, etc. getting at? - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 699-700, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πηγαίνω, ρίχνω