get to work
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαget to work (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του set to work
- ⮡ He got to work learning English.
- Βάλθηκα να μάθει αγγλικά.
- ⮡ He got to work learning English.
get to work (en)