get away with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get away with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets away with |
αόριστος | got away with |
παθητική μετοχή | got away with, gotten away with |
ενεργητική μετοχή | getting away with |
Ο δεύτερος τύπος, κυρίως στα αμερικάνικα αγγλικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌɡet.əˈweɪ.wɪð/
- ⓘ
Ρήμα
επεξεργασίαget away with (en)
- τη γλιτώνω με κάτι, φτηνά τη γλιτώνω με κάτι
- ⮡ I got away with only a fine.
- Τη γλίτωσα μόνο μ' ένα πρόστιμο./Τη γλίτωσα φτηνά, μ' ένα πρόστιμο μόνο.
- ⮡ I got away with only a fine.
- ξεφεύγω ατιμώρητα, τη γλιτώνω, κάνω κάτι λάθος και δεν τιμωρούμαι γι' αυτό
- ⮡ You won’t get away with it this time!
- Δε θα ξεφύγεις αυτή η φορά!
- ⮡ Don’t copy in the exam, you will not get away with it (=they will catch you).
- Μην αντιγράφεις στις εξετάσεις, δεν θα τη γλιτώσεις (=θα σε πιάσουν).
- ⮡ You won’t get away with it this time!