ενεστώτας get away with
γ΄ ενικό ενεστώτα gets away with
αόριστος got away with
παθητική μετοχή got away with, gotten away with
ενεργητική μετοχή getting away with
Ο δεύτερος τύπος, κυρίως στα αμερικάνικα αγγλικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get away with < → δείτε τις λέξεις get, away και with

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌɡet.əˈweɪ.wɪð/
 

get away with (en)

  1. τη γλιτώνω με κάτι, φτηνά τη γλιτώνω με κάτι
    ⮡  I got away with only a fine.
    Τη γλίτωσα μόνο μ' ένα πρόστιμο./Τη γλίτωσα φτηνά, μ' ένα πρόστιμο μόνο.
  2. ξεφεύγω ατιμώρητα, τη γλιτώνω, κάνω κάτι λάθος και δεν τιμωρούμαι γι' αυτό
    ⮡  You won’t get away with it this time!
    Δε θα ξεφύγεις αυτή η φορά!
    ⮡  Don’t copy in the exam, you will not get away with it (=they will catch you).
    Μην αντιγράφεις στις εξετάσεις, δεν θα τη γλιτώσεις (=θα σε πιάσουν).

Δείτε επίσης

επεξεργασία