get away with
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | get away with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets away with |
αόριστος | got away with |
παθητική μετοχή | got away with, gotten away with |
ενεργητική μετοχή | getting away with |
Ο δεύτερος τύπος, κυρίως στα αμερικάνικα αγγλικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌɡet.əˈweɪ.wɪð/
- ⓘ
Ρήμα επεξεργασία
get away with (en)
- ξεφεύγω ατιμώρητα
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- get away with - Cambridge Dictionary online
- get away with - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC