get back to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get back to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets back to |
αόριστος | got back to |
παθητική μετοχή | got back to, gotten back to |
ενεργητική μετοχή | getting back to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαget back to (en)
- (ανεπίσημο) ξαναέρχομαι σ' επαφή με κάποιον, απαντώ σε κάποιον
- ξαναγίνομαι, επιστρέφω κάπου
- ⮡ The political situation got back to normal again.
- Η πολιτική κατάσταση ξανάγινε πάλι ομαλή.
- ⮡ I got back to my house.
- Επέστρεψα στο σπίτι μου.
- ⮡ The political situation got back to normal again.