ενεστώτας get back to
γ΄ ενικό ενεστώτα gets back to
αόριστος got back to
παθητική μετοχή got back to, gotten back to
ενεργητική μετοχή getting back to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get back to < → δείτε τις λέξεις get, back και to

get back to (en)

  1. (ανεπίσημο) ξαναέρχομαι σ' επαφή με κάποιον, απαντώ σε κάποιον
  2. ξαναγίνομαι, επιστρέφω κάπου
    ⮡  The political situation got back to normal again.
    Η πολιτική κατάσταση ξανάγινε πάλι ομαλή.
    ⮡  I got back to my house.
    Επέστρεψα στο σπίτι μου.