ενεστώτας get up to
γ΄ ενικό ενεστώτα gets up to
αόριστος got up to
παθητική μετοχή got up to, gotten up to
ενεργητική μετοχή getting up to
gotten up to (αμερικανικό)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις get, up και to

get up to (en)

  • (συνήθως αρνητική σημασία) επιτυγχάνω κάτι που σκάρωσα