ενεστώτας get high
γ΄ ενικό ενεστώτα gets high
αόριστος got high
παθητική μετοχή got high (ΗΒ), gotten high (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting high

  Έκφραση

επεξεργασία

get high (en) → δείτε τις λέξεις get και high