get in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets in |
αόριστος | got in |
παθητική μετοχή | got in, gotten in |
ενεργητική μετοχή | getting in |
gotten (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό) |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαget in (en)
- καταφθάνω, φθάνω ή έρχομαι σε ένα μέρος (πχ. πόλη, χωριό, κλπ)
- αποκτώ πρόσβαση (πχ. σε υπολογιστή)