ενεστώτας get around to
γ΄ ενικό ενεστώτα gets around to
αόριστος got around to
παθητική μετοχή got around to, gotten around to
ενεργητική μετοχή getting around to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get around to < → δείτε τις λέξεις get, around και to

get around to (en)

  • προλαβαίνω, έχω το χρόνο να κάνω κάτι
    ⮡  I didn’t get around to finishing it yesterday.
    Δεν πρόλαβα να το τελειώσω χτες.
    ⮡  -“Did you cook?” -“I didn’t get around to it”.
    -«Μαγείρεψες;» -«Δεν πρόλαβα

Άλλες μορφές

επεξεργασία