ενεστώτας baffle
γ΄ ενικό ενεστώτα baffles
αόριστος baffled
παθητική μετοχή baffled
ενεργητική μετοχή baffling

baffle (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

baffle (fr) αρσενικό