baffle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | baffle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | baffles |
αόριστος | baffled |
παθητική μετοχή | baffled |
ενεργητική μετοχή | baffling |
Ρήμα επεξεργασία
baffle (en)
- προβληματίζω, μπερδεύω, βάζω κάποιον σε απορία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
baffle (fr) αρσενικό
- το ηχείο