mixed up with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαmixed up with (en)
- (ιδιωματισμός) μπλέκω, μπερδεύομαι με κάποιον που οι άλλοι άνθρωποι δεν εγκρίνουν
- ⮡ Don’t become mixed up with them.
- Μην μπλέξεις μαζί τους!
- ⮡ He got mixed up with some criminal.
- Μπερδεύτηκε με κάτι κακούργος.
- ⮡ Don’t become mixed up with them.