mixed up in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαmixed up in (en)
- (ιδιωματισμός) μπερδεύομαι με κάτι, ειδικά με κάτι παράνομο ή ανέντιμο
- ⮡ He got mixed up in politics and was ruined.
- Μπερδεύτηκε με τα πολιτικά και καταστράφηκε.
- ⮡ He became mixed up in a smuggling case.
- Μπερδεύτηκε με μια υπόθεση λαθρεμπορίου.
- ⮡ He got mixed up in politics and was ruined.