μπερδεψιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπερδεψιά | οι | μπερδεψιές |
γενική | της | μπερδεψιάς | των | μπερδεψιών |
αιτιατική | την | μπερδεψιά | τις | μπερδεψιές |
κλητική | μπερδεψιά | μπερδεψιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπερδεψιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπερδεψιά θηλυκό
- το μπέρδεμα
- Απάνω κάτω κιόλα σα να του άρεσε καλύτερα η ζωή δίχως μπερδεψιές κομματικές, δίχως σκοτούρες με νομάρχες και δημάρχους. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )