Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπερδεψοδουλειά οι μπερδεψοδουλειές
      γενική της μπερδεψοδουλειάς των μπερδεψοδουλειών
    αιτιατική την μπερδεψοδουλειά τις μπερδεψοδουλειές
     κλητική μπερδεψοδουλειά μπερδεψοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπερδεψοδουλειά < μπέρδεμα + δουλειά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπερδεψοδουλειά θηλυκό

  1. μπερδεμένη δουλειά
  2. ύποπτη επιχείρηση, κατ΄ επέκταση η παρανομία

  Μεταφράσεις επεξεργασία