μπερδεψοδουλειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπερδεψοδουλειά | οι | μπερδεψοδουλειές |
γενική | της | μπερδεψοδουλειάς | των | μπερδεψοδουλειών |
αιτιατική | την | μπερδεψοδουλειά | τις | μπερδεψοδουλειές |
κλητική | μπερδεψοδουλειά | μπερδεψοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπερδεψοδουλειά θηλυκό
- μπερδεμένη δουλειά
- ύποπτη επιχείρηση, κατ΄ επέκταση η παρανομία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπερδεψοδουλειά
|