Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουρδουκλώνω < συμφυρμός των λέξεων μπερδεύω και πεδουκλώνω [1]

  Ρήμα επεξεργασία

μπουρδουκλώνω (παθητική φωνή: μπουρδουκλώνομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία