↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπερδουκλωμένος η μπερδουκλωμένη το μπερδουκλωμένο
      γενική του μπερδουκλωμένου της μπερδουκλωμένης του μπερδουκλωμένου
    αιτιατική τον μπερδουκλωμένο την μπερδουκλωμένη το μπερδουκλωμένο
     κλητική μπερδουκλωμένε μπερδουκλωμένη μπερδουκλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπερδουκλωμένοι οι μπερδουκλωμένες τα μπερδουκλωμένα
      γενική των μπερδουκλωμένων των μπερδουκλωμένων των μπερδουκλωμένων
    αιτιατική τους μπερδουκλωμένους τις μπερδουκλωμένες τα μπερδουκλωμένα
     κλητική μπερδουκλωμένοι μπερδουκλωμένες μπερδουκλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μπερδουκλωμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία