πεδουκλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεδουκλώνω < μεσαιωνική ελληνική πεδουκλῶ / πεδικλῶ[1] < πέδουκλον / πέδικλον < λατινική pediculum, ουδέτερο του pediculus < pes + -culus (υποκοριστικό επίθημα)
Ρήμα
επεξεργασίαπεδουκλώνω
- άλλη μορφή του πεδικλώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεδουκλώνω | πεδούκλωνα | θα πεδουκλώνω | να πεδουκλώνω | πεδουκλώνοντας | |
β' ενικ. | πεδουκλώνεις | πεδούκλωνες | θα πεδουκλώνεις | να πεδουκλώνεις | πεδούκλωνε | |
γ' ενικ. | πεδουκλώνει | πεδούκλωνε | θα πεδουκλώνει | να πεδουκλώνει | ||
α' πληθ. | πεδουκλώνουμε | πεδουκλώναμε | θα πεδουκλώνουμε | να πεδουκλώνουμε | ||
β' πληθ. | πεδουκλώνετε | πεδουκλώνατε | θα πεδουκλώνετε | να πεδουκλώνετε | πεδουκλώνετε | |
γ' πληθ. | πεδουκλώνουν(ε) | πεδούκλωναν πεδουκλώναν(ε) |
θα πεδουκλώνουν(ε) | να πεδουκλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πεδούκλωσα | θα πεδουκλώσω | να πεδουκλώσω | πεδουκλώσει | ||
β' ενικ. | πεδούκλωσες | θα πεδουκλώσεις | να πεδουκλώσεις | πεδούκλωσε | ||
γ' ενικ. | πεδούκλωσε | θα πεδουκλώσει | να πεδουκλώσει | |||
α' πληθ. | πεδουκλώσαμε | θα πεδουκλώσουμε | να πεδουκλώσουμε | |||
β' πληθ. | πεδουκλώσατε | θα πεδουκλώσετε | να πεδουκλώσετε | πεδουκλώστε | ||
γ' πληθ. | πεδούκλωσαν πεδουκλώσαν(ε) |
θα πεδουκλώσουν(ε) | να πεδουκλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεδουκλώσει | είχα πεδουκλώσει | θα έχω πεδουκλώσει | να έχω πεδουκλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πεδουκλώσει | είχες πεδουκλώσει | θα έχεις πεδουκλώσει | να έχεις πεδουκλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πεδουκλώσει | είχε πεδουκλώσει | θα έχει πεδουκλώσει | να έχει πεδουκλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεδουκλώσει | είχαμε πεδουκλώσει | θα έχουμε πεδουκλώσει | να έχουμε πεδουκλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πεδουκλώσει | είχατε πεδουκλώσει | θα έχετε πεδουκλώσει | να έχετε πεδουκλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεδουκλώσει | είχαν πεδουκλώσει | θα έχουν πεδουκλώσει | να έχουν πεδουκλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεδουκλώνω
|
- ↑ πεδικλόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)