θαλασσωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θαλασσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θαλασσώνω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θa.la.soˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λασ‐σο‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
θαλασσωμένος, -η, -ο
- που βρίsκεται μέσα στη θάλασσα
- ※ από τότε, λέγω, που εγύριζε με τον γάντζον του από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρών και βουβώνων, κυνηγών τα οχταπόδια (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρως-Ήρως)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θαλασσωμένος
|