νοικοκερεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοικοκερεύω < νοικοκυρεύω
Ρήμα
επεξεργασίανοικοκερεύω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του νοικοκυρεύω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νοικοκερεύω | νοικοκέρευα | θα νοικοκερεύω | να νοικοκερεύω | νοικοκερεύοντας | |
β' ενικ. | νοικοκερεύεις | νοικοκέρευες | θα νοικοκερεύεις | να νοικοκερεύεις | νοικοκέρευε | |
γ' ενικ. | νοικοκερεύει | νοικοκέρευε | θα νοικοκερεύει | να νοικοκερεύει | ||
α' πληθ. | νοικοκερεύουμε | νοικοκερεύαμε | θα νοικοκερεύουμε | να νοικοκερεύουμε | ||
β' πληθ. | νοικοκερεύετε | νοικοκερεύατε | θα νοικοκερεύετε | να νοικοκερεύετε | νοικοκερεύετε | |
γ' πληθ. | νοικοκερεύουν(ε) | νοικοκέρευαν νοικοκερεύαν(ε) |
θα νοικοκερεύουν(ε) | να νοικοκερεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νοικοκέρεψα | θα νοικοκερέψω | να νοικοκερέψω | νοικοκερέψει | ||
β' ενικ. | νοικοκέρεψες | θα νοικοκερέψεις | να νοικοκερέψεις | νοικοκέρεψε | ||
γ' ενικ. | νοικοκέρεψε | θα νοικοκερέψει | να νοικοκερέψει | |||
α' πληθ. | νοικοκερέψαμε | θα νοικοκερέψουμε | να νοικοκερέψουμε | |||
β' πληθ. | νοικοκερέψατε | θα νοικοκερέψετε | να νοικοκερέψετε | νοικοκερέψτε | ||
γ' πληθ. | νοικοκέρεψαν νοικοκερέψαν(ε) |
θα νοικοκερέψουν(ε) | να νοικοκερέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νοικοκερέψει | είχα νοικοκερέψει | θα έχω νοικοκερέψει | να έχω νοικοκερέψει | ||
β' ενικ. | έχεις νοικοκερέψει | είχες νοικοκερέψει | θα έχεις νοικοκερέψει | να έχεις νοικοκερέψει | ||
γ' ενικ. | έχει νοικοκερέψει | είχε νοικοκερέψει | θα έχει νοικοκερέψει | να έχει νοικοκερέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε νοικοκερέψει | είχαμε νοικοκερέψει | θα έχουμε νοικοκερέψει | να έχουμε νοικοκερέψει | ||
β' πληθ. | έχετε νοικοκερέψει | είχατε νοικοκερέψει | θα έχετε νοικοκερέψει | να έχετε νοικοκερέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν νοικοκερέψει | είχαν νοικοκερέψει | θα έχουν νοικοκερέψει | να έχουν νοικοκερέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοικοκερεύω
|