νοικοκύρεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοικοκύρεμα < νοικοκυρεύω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοικοκύρεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του νοικοκυρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοικοκύρεμα
|
νοικοκύρεμα ουδέτερο
|