ανοικοκύρευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοικοκύρευτος < α- + νοικοκυρεύω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανοικοκύρευτος, -η, -ο
- που δεν έχει νοικοκυρευτεί
- που δεν έχει τακτοποιηθεί
- (μεταφορικά) που δεν έχει παντρευτεί
Συγγενικά
επεξεργασία- ανοικοκύρευτα
- → δείτε τις λέξεις νοικοκυρεύω, οίκος και κύριος