Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός untidy
συγκριτικός untidier
υπερθετικός untidiest

  Ετυμολογία επεξεργασία

untidy < un- + tidy

  Ουσιαστικό επεξεργασία

untidy (en)

  1. ακατάστατος, που δε βρίσκεται σε τάξη
    an untidy room - ακατάστατο δωμάτιο
  2. ακατάστατος, για άτομο που δε συνηθίζει να βάζει σε τάξη
    an untidy man - ακατάστατος άνθρωπος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία