νοικοκυρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοικοκυρεύομαι < νοικοκυρεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ni.ko.ciˈɾe.vo.me/
Ρήμα
επεξεργασίανοικοκυρεύομαι
- σταματώ τις σπατάλες, διαχειρίζομαι με σύνεση τα οικονομικά μου
- δημιουργώ τη δική μου οικογένεια
- ≈ συνώνυμα: αποκαθίσταμαι
- ※ Θέλω να νοικοκυρευτώ, όχι σπίτωμα αλλά στεφάνωμα. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νοικοκυρεύομαι
|