αδιαφέντευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιαφέντευτος < α- στερητικό + διαφεντεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίααδιαφέντευτος, -η, -ο
- που δεν τον διαφεντεύει (εξουσιάζει, κατευθύνει, ορίζει) κανένας
- Χρειάζεται και λιγάκι ξύλο. Δε λέω να γυρίσομε στο φάλαγγα, μα μια βιτσιά και καμμιά παλαμιά από καιρό σε καιρό κακό δεν κάνει. Μα σαν τ’ αφήσεις ορνικά και αδιαφέντευτα, είντα θες να κάνουνε; Παιγνίδια και τραβαπάλαιμα. Κοπέλια τα λένε, κοπελίστικα θα κάνουν. (Ιωάννης Κονδυλάκης, Όταν ήμουν δάσκαλος, 1916)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιαφέντευτος
|