↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαφέντευτος η αδιαφέντευτη το αδιαφέντευτο
      γενική του αδιαφέντευτου της αδιαφέντευτης του αδιαφέντευτου
    αιτιατική τον αδιαφέντευτο την αδιαφέντευτη το αδιαφέντευτο
     κλητική αδιαφέντευτε αδιαφέντευτη αδιαφέντευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαφέντευτοι οι αδιαφέντευτες τα αδιαφέντευτα
      γενική των αδιαφέντευτων των αδιαφέντευτων των αδιαφέντευτων
    αιτιατική τους αδιαφέντευτους τις αδιαφέντευτες τα αδιαφέντευτα
     κλητική αδιαφέντευτοι αδιαφέντευτες αδιαφέντευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιαφέντευτος < α- στερητικό + διαφεντεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιαφέντευτος, -η, -ο

  • που δεν τον διαφεντεύει (εξουσιάζει, κατευθύνει, ορίζει) κανένας
    Χρειάζεται και λιγάκι ξύλο. Δε λέω να γυρίσομε στο φάλαγγα, μα μια βιτσιά και καμμιά παλαμιά από καιρό σε καιρό κακό δεν κάνει. Μα σαν τ’ αφήσεις ορνικά και αδιαφέντευτα, είντα θες να κάνουνε; Παιγνίδια και τραβαπάλαιμα. Κοπέλια τα λένε, κοπελίστικα θα κάνουν. (Ιωάννης Κονδυλάκης, Όταν ήμουν δάσκαλος, 1916)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία