Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαφεντεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Ταυτόσημο
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαφεντεμέν
ος
η
διαφεντεμέν
η
το
διαφεντεμέν
ο
γενική
του
διαφεντεμέν
ου
της
διαφεντεμέν
ης
του
διαφεντεμέν
ου
αιτιατική
τον
διαφεντεμέν
ο
τη
διαφεντεμέν
η
το
διαφεντεμέν
ο
κλητική
διαφεντεμέν
ε
διαφεντεμέν
η
διαφεντεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαφεντεμέν
οι
οι
διαφεντεμέν
ες
τα
διαφεντεμέν
α
γενική
των
διαφεντεμέν
ων
των
διαφεντεμέν
ων
των
διαφεντεμέν
ων
αιτιατική
τους
διαφεντεμέν
ους
τις
διαφεντεμέν
ες
τα
διαφεντεμέν
α
κλητική
διαφεντεμέν
οι
διαφεντεμέν
ες
διαφεντεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ðʝa.fe(n).deˈme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
διαφεντεμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
διαφεντεύω
Ταυτόσημο
επεξεργασία
διαφεντευμένος
(
πιο επίσημο
)