κατακτητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακτητικότητα < κατακτητικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατακτητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κατακτητικού, το να είναι κάποιος κατακτητικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατακτητικότητα
|