ανακατακτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακατακτώ < ανα- + κατακτώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική reconquérir)
Ρήμα
επεξεργασίαανακατακτώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακατακτάω - ανακατακτώ | ανακατακτούσα | θα ανακατακτάω - ανακατακτώ | να ανακατακτάω - ανακατακτώ | ανακατακτώντας | |
β' ενικ. | ανακατακτάς | ανακατακτούσες | θα ανακατακτάς | να ανακατακτάς | ανακατάκτα - ανακατάκταγε | |
γ' ενικ. | ανακατακτάει - ανακατακτά | ανακατακτούσε | θα ανακατακτάει - ανακατακτά | να ανακατακτάει - ανακατακτά | ||
α' πληθ. | ανακατακτάμε - ανακατακτούμε | ανακατακτούσαμε | θα ανακατακτάμε - ανακατακτούμε | να ανακατακτάμε - ανακατακτούμε | ||
β' πληθ. | ανακατακτάτε | ανακατακτούσατε | θα ανακατακτάτε | να ανακατακτάτε | ανακατακτάτε | |
γ' πληθ. | ανακατακτάν(ε) - ανακατακτούν(ε) | ανακατακτούσαν(ε) | θα ανακατακτάν(ε) - ανακατακτούν(ε) | να ανακατακτάν(ε) - ανακατακτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακατάκτησα | θα ανακατακτήσω | να ανακατακτήσω | ανακατακτήσει | ||
β' ενικ. | ανακατάκτησες | θα ανακατακτήσεις | να ανακατακτήσεις | ανακατάκτα - ανακατάκτησε | ||
γ' ενικ. | ανακατάκτησε | θα ανακατακτήσει | να ανακατακτήσει | |||
α' πληθ. | ανακατακτήσαμε | θα ανακατακτήσουμε | να ανακατακτήσουμε | |||
β' πληθ. | ανακατακτήσατε | θα ανακατακτήσετε | να ανακατακτήσετε | ανακατακτήστε | ||
γ' πληθ. | ανακατάκτησαν ανακατακτήσαν(ε) |
θα ανακατακτήσουν(ε) | να ανακατακτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακατακτήσει | είχα ανακατακτήσει | θα έχω ανακατακτήσει | να έχω ανακατακτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακατακτήσει | είχες ανακατακτήσει | θα έχεις ανακατακτήσει | να έχεις ανακατακτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακατακτήσει | είχε ανακατακτήσει | θα έχει ανακατακτήσει | να έχει ανακατακτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακατακτήσει | είχαμε ανακατακτήσει | θα έχουμε ανακατακτήσει | να έχουμε ανακατακτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακατακτήσει | είχατε ανακατακτήσει | θα έχετε ανακατακτήσει | να έχετε ανακατακτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακατακτήσει | είχαν ανακατακτήσει | θα έχουν ανακατακτήσει | να έχουν ανακατακτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακατακτώ