Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπήχτης οι μπήχτες
      γενική του μπήχτη των μπηχτών
    αιτιατική τον μπήχτη τους μπήχτες
     κλητική μπήχτη μπήχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπήχτης < μπηχ- (< μπήγω) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπήχτης αρσενικό

  • (αργκό) αυτός που ανενδοίαστα ή πιεστικά προσπαθεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με γυναίκες
    ※  Καλή φωνή, ωραίο παιδί και μέγας μπήχτης και σεξουλιάρης.
    Ιερώνυμος Λύκαρης, Η ζήλια είναι μαχαιριά (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014) [1].
    ※  Πρώτο θέμα συζήτησης ο παλιόγερος στα καφενεία, μέγας μπήχτης, ένα σωρό παράδες ξοδεύει στις πουτάνες που του στέλνουν σπίτι του οι τσατσάδες για να τον ευχαριστήσουν. Αυτές θα του τα φάνε, άκληρος είναι, ούτε παιδιά έχει ούτε σκυλιά, κανέναν δεν έχει.
    Μαίρη Μαγουλά, Το πιο μακρύ ταξίδι (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2017) [2].

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία