μπήχτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπήχτρα | οι | μπήχτρες |
γενική | της | μπήχτρας | — | |
αιτιατική | την | μπήχτρα | τις | μπήχτρες |
κλητική | μπήχτρα | μπήχτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπήχτρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) πόρπη, καρφίτσα (κόσμημα)[1]
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 451.