πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική szpilka szpilki
γενική szpilki szpilek
δοτική szpilce szpilkom
αιτιατική szpil szpilki
οργανική szpil szpilkami
τοπική szpilce szpilkach
κλητική szpilko szpilki

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

szpilka (pl) θηλυκό

  1. η καρφίτσα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. ze szpilką: (με τακούνι) στιλέτο