Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική broszka broszki
γενική broszki broszek
δοτική broszce broszkom
αιτιατική brosz broszki
οργανική brosz broszkami
τοπική broszce broszkach
κλητική broszko broszki

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbrɔʃka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

broszka (pl) θηλυκό