καρφώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καρφώνω
Ρήμα
επεξεργασίακαρφώνομαι
- στέκομαι ακίνητος, καθηλωμένος, λόγω φόβου, έκπληξης ή άλλων συναισθημάτων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαρφώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καρφώνω