ενικός         πληθυντικός  
déposition dépositions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

déposition (fr) θηλυκό

  1. η επίσημη κατάθεση κάποιου (π.χ. ενός μάρτυρα σε μια δίκη)
  2. η καθαίρεση κάποιου από κάποιο αξίωμα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία