investiture
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
investiture | investitures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinvestiture (fr) θηλυκό
- η ανακήρυξη κάποιου που κέρδισε κάποια θέση μετά από διαγωνισμό, εκλογές, κ.α.ή χρίσμα άρχοντα
- τελετουργικό χρίσμα
ενικός | πληθυντικός |
investiture | investitures |
investiture (fr) θηλυκό