Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακήρυξη οι ανακηρύξεις
      γενική της ανακήρυξης* των ανακηρύξεων
    αιτιατική την ανακήρυξη τις ανακηρύξεις
     κλητική ανακήρυξη ανακηρύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακηρύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακήρυξη < (ελληνιστική κοινή) ἀνακήρυξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακήρυξη θηλυκό

  1. αναγόρευση, δημόσια αναγγελία γεγονότος, η επισημοποίσή του, συνήθως -αλλά όχι πάντα- για κάτι σημαντικό και αξιέπαινο
    Η ανακήρυξη του νικητή
    Εφετείο ακυρώνει την ανακήρυξη περιφερειάρχη
    Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους στην Κύπρο
    Η ανακήρυξη σε Άγιο του πατρός Πορφυρίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία