• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αναγόρευση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγόρευση οι αναγορεύσεις
      γενική της αναγόρευσης* των αναγορεύσεων
    αιτιατική την αναγόρευση τις αναγορεύσεις
     κλητική αναγόρευση αναγορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναγορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αναγόρευση < αρχαία ελληνική ἀναγόρευσις < ἀναγορεύω < ἀγορά

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αναγόρευση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναγορεύω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις αναγορεύω και αγορά

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αναγόρευση
  • αγγλικά : proclamation (en)
  • γαλλικά : proclamation (fr), nomination (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αναγόρευση&oldid=5451660"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 17:12
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 17:12.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie