nomination
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nomination | nominations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnomination (en)
- ο διορισμός, η ανάδειξη
- η υποψηφιότητα
- ↪ The movie earned 11 Oscar nominations.
- Η ταινία απέσπασε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ.
- ↪ The movie earned 11 Oscar nominations.
- η αναγόρευση, το χρίσμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /nɔ.mi.na.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnomination (fr) θηλυκό
- ο διορισμός, η ανάδειξη
- nomination solennelle : η αναγόρευση