ενικός         πληθυντικός  
nomination nominations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nomination (en)

  1. ο διορισμός, η ανάδειξη
  2. η υποψηφιότητα
    The movie earned 11 Oscar nominations.
    Η ταινία απέσπασε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ.
  3. η αναγόρευση, το χρίσμα

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nɔ.mi.na.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nomination (fr) θηλυκό