nomination
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nomination | nominations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnomination (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο διορισμός, η ανάδειξη, η υποψηφιότητα, η πράξη του να προτείνω ή επιλέγω κάποιον ως υποψήφιο σε εκλογές ή για δουλειά ή βραβείο
- ⮡ It was decided there should be a nomination of a trustee to oversee the bank.
- Αποφασίστηκε ο διορισμός επιτρόπου για τον έλεγχο της τράπεζας.
- ⮡ I don’t accept my nomination.
- Δεν αποδέχομαι το διορισμό μου.
- ⮡ the nomination of a patriarch - η ανάδειξη πατριάρχη
- ⮡ The movie earned 11 Oscar nominations.
- Η ταινία απέσπασε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ.
- ⮡ It was decided there should be a nomination of a trustee to oversee the bank.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /nɔ.mi.na.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnomination (fr) θηλυκό
- ο διορισμός, η ανάδειξη
- nomination solennelle : η αναγόρευση