Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταθετικός η καταθετική το καταθετικό
      γενική του καταθετικού της καταθετικής του καταθετικού
    αιτιατική τον καταθετικό την καταθετική το καταθετικό
     κλητική καταθετικέ καταθετική καταθετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταθετικοί οι καταθετικές τα καταθετικά
      γενική των καταθετικών των καταθετικών των καταθετικών
    αιτιατική τους καταθετικούς τις καταθετικές τα καταθετικά
     κλητική καταθετικοί καταθετικές καταθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταθετικός < καταθέτω + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

καταθετικός

  • που σχετίζεται με την κατάθεση, π.χ. χρημάτων σε τραπεζικό λογαρισμό, στεφάνων σε μνημείο, κ.α.

  Μεταφράσεις επεξεργασία