Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρεμφατικός η απαρεμφατική το απαρεμφατικό
      γενική του απαρεμφατικού της απαρεμφατικής του απαρεμφατικού
    αιτιατική τον απαρεμφατικό την απαρεμφατική το απαρεμφατικό
     κλητική απαρεμφατικέ απαρεμφατική απαρεμφατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρεμφατικοί οι απαρεμφατικές τα απαρεμφατικά
      γενική των απαρεμφατικών των απαρεμφατικών των απαρεμφατικών
    αιτιατική τους απαρεμφατικούς τις απαρεμφατικές τα απαρεμφατικά
     κλητική απαρεμφατικοί απαρεμφατικές απαρεμφατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαρεμφατικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απαρεμφατικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στο απαρέμφατο
    απαρεμφατική σύνταξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία