infinitivo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- infinitivo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | infinitivo | infinitivoj |
αιτιατική | infinitivon | infinitivojn |
infinitivo (eo)
- (γραμματική) το απαρέμφατο