Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεμφαίνω < αρχαία ελληνική παρεμφαίνω < παρά + ἐμφαίνω < ἐν + φαίνω

παρεμφαίνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεμφαίνω < παρά + ἐμφαίνω

παρεμφαίνω

  1. παρεμβάλλω, επιβάλλω, φανερώνομαι, εμφανίζομαι με κάτι άλλο
    ※  ...κακω̂ς ἂν ἀφομοιοι̂, τὴν αὑτου̂ παρεμφαι̂νον ὄψιν (Πλ. Τίμαιος 50ε) : ...θα τις αντέγραφε άσχημα, επιβάλλοντας το δικό του ορατό σχήμα (απόδοση Perseus Project)/ και κακώς θα τα παρίστανε, διότι θα παρουσίαζε την ιδικήν του όψιν(απόδοση Παύλος Γρατσιάτος)| θα το αφομοίωνε κακώς και θα παρενέβαλε την δική του όψη (απόδοση Β. Κάλφα)
  2. εμφανίζομαι με κάτι άλλο, προκύπτω, φανερώνομαι
    ※  ἵνα κρατῇ, τοῦτο δ' ἐστὶν ἵνα γνωρίζῃ (παρεμφαινόμενον γὰρ κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντιφράττει) (Αριστ. Περί ψυχής, 3ο βιβλίο, 4ο κεφάλαιο, 429α) : για να έχει την εξουσία και να μπορεί να γνωρίζει (γιατι εμποδίζει και αποφράσσει κάθε στοιχείο που είναι ξένο και συνεμφανίζεται (απόδοση Παύλου Γρατσιάτου)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία