παρεμφατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεμφατικός < ελληνιστική κοινή παρεμφατικός < αρχαία ελληνική παρεμφαίνω < φαίνω
Επίθετο
επεξεργασίαπαρεμφατικός
- που παρεμφαίνει
- (για τύπο ρήματος) που έχει πρόσωπο και αριθμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παρεμφαίνω και φαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεμφατικός
|