Δείτε επίσης: απαρέμφατο, ἀπαρέμφατος, ἀπαρέμφατον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρέμφατος η απαρέμφατη το απαρέμφατο
      γενική του απαρέμφατου της απαρέμφατης του απαρέμφατου
    αιτιατική τον απαρέμφατο την απαρέμφατη το απαρέμφατο
     κλητική απαρέμφατε απαρέμφατη απαρέμφατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρέμφατοι οι απαρέμφατες τα απαρέμφατα
      γενική των απαρέμφατων των απαρέμφατων των απαρέμφατων
    αιτιατική τους απαρέμφατους τις απαρέμφατες τα απαρέμφατα
     κλητική απαρέμφατοι απαρέμφατες απαρέμφατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαρέμφατος < ἀπαρέμφατος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.paˈɾeɱ.fa.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

απαρέμφατος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία