απαρέμφατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαρέμφατος < ἀπαρέμφατος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paˈɾeɱ.fa.tos/
Επίθετο
επεξεργασίααπαρέμφατος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαρέμφατος
|
Δείτε επίσης : απαρέμφατο, ἀπαρέμφατος, ἀπαρέμφατον |
απαρέμφατος, -η, -ο
|