bezokolicznik
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
bezokolicznik (pl) < bez + okoliczność
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bezokolicznik (pl) αρσενικό
bezokolicznik (pl) < bez + okoliczność
bezokolicznik (pl) αρσενικό