ακολουθείν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακολουθείν < απαρέμφατο ἀκολουθεῖν του ρήματος ἀκολουθῶ
Έκφραση επεξεργασία
ακολουθείν
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γενέσθαι
- γίγνεσθαι
- ζην
- θεαθήναι
- ιδέσθαι
- το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν
- το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού
- φερειπείν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακολουθείν