Ετυμολογία

επεξεργασία
rather than < → δείτε τις λέξεις rather και than

  Έκφραση

επεξεργασία

rather than (en)

  • (ιδιωματισμός) μάλλον παρά, παρά να, προκειμένου να, αντί για κάποιον ή κάτι
    ⮡  I’ll have coffee rather than tea.
    Θα πω καφέ μάλλον παρά τσάι.
    ⮡  His mistake was from rushing rather than from ignorance.
    Το λάθος του ήταν από βιασύνη μάλλον παρά από άγνοια.
    ⮡  They were determined to die rather than be enslaved.
    Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.
    ⮡  He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
    Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
    ⮡  Rather than making a fuss, I prefer to back down.
    Προκειμένου να γίνει φασαρία, προτιμώ να υποχωρήσω.
    ⮡  Rather than going to jail, it’d be better to pay.
    Προκειμένου να πάω φυλακή, καλύτερα να πληρώσω.
     συνώνυμα: before