Δείτε επίσης: ὥσπου

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ώσπου < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὥσπου < φράση ἕως ὅπου [1]

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

ώσπου

  • (χρονικός) εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που δηλώνουν το τέλος της χρονικής περιόδου μέσα στην οποία συντελέστηκε ή αναμένεται να ολοκληρωθεί η ενέργεια του ρήματος της κύριας
    ⮡  θα έχω έρθει ώσπου να πεις κίμινο
    ⮡  γκρίνιαζε χρόνια ολόκληρα, ώσπου μια μέρα ο άλλος αγανάκτησε και την παράτησε
    ⮡  περίμενε πολύ, ώσπου βαρέθηκε πια και έφυγε

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία