später
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαspäter (de)
- υστερινός (συγκριτικός βαθμός του spät)
- μελλοντικός (σε σχέση με το παρόν)
- επόμενος (σε σχέση με το παρελθόν)
Επίρρημα
επεξεργασίαspäter (de)
später (de)
später (de)