Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υστερινός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υστεριν
ός
η
υστεριν
ή
το
υστεριν
ό
γενική
του
υστεριν
ού
της
υστεριν
ής
του
υστεριν
ού
αιτιατική
τον
υστεριν
ό
την
υστεριν
ή
το
υστεριν
ό
κλητική
υστεριν
έ
υστεριν
ή
υστεριν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υστεριν
οί
οι
υστεριν
ές
τα
υστεριν
ά
γενική
των
υστεριν
ών
των
υστεριν
ών
των
υστεριν
ών
αιτιατική
τους
υστεριν
ούς
τις
υστεριν
ές
τα
υστεριν
ά
κλητική
υστεριν
οί
υστεριν
ές
υστεριν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υστερινός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
υστερινός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υστερινός