μτγν.
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Συντομομορφή
επεξεργασία
μτγν. θηλυκό συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή, λεξικογραφία) μεταγενέστερη ή μεταγενεστέρα (εννοείται το ουσιαστικό γλώσσα): η ελληνιστική κοινή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μτγν.
|