indemnité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indemnité | indemnités |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
indemnité (fr) θηλυκό
- το επίδομα, η αποζημίωση (το ποσό που δίνεται)
ενικός | πληθυντικός |
indemnité | indemnités |
indemnité (fr) θηλυκό